ηδονή

ηδονή
Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας. Με ειδικότερη έννοια η. είναι η σαρκική γενετήσια απόλαυση. Βιολογικά η η. προτρέπει τον άνθρωπο και όλους τους ζωντανούς οργανισμούς στη διαιώνιση του είδους.
* * *
(AM ἡδονή, Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) [ήδομαι]
1. ευχάριστο συναίσθημα, ψυχική τέρψη, ευχαρίστηση, απόλαυση
2. σαρκική απόλαυση, σωματική τέρψη (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα τής σάρκας φέρνει», Γρυπ.
β. «αἱ κατά τὸ σῶμα ἡδοναί», Πλάτ.)
νεοελλ.
(ψυχολ.) το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων
νεοελλ.-μσν.
ευφροσύνη, χαρά, ευτυχία
μσν.
1. ομορφιά, χάρη, φυσικά θέλγητρα
2. γλυκύτητα, αγάπη
αρχ.
1. (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την ποιότητα ενός σώματος, τη γεύση, τη νοστιμιά, την οσμή κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. χροιή (χρώμα) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. αἱ ἡδοναί
επιθυμίες ηδονικές, για ηδονή
3. φρ. α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῑς χαρίζομαι», παραδίδομαι στην ηδονή
β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως
γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — είναι ευχάριστο σε κάποιον
δ) «ἐν ἡδονή ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες
ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων
γλυκίσματα
4. (η δοτ. ως επίρρ.) ἡδονᾷ
με ευχαρίστηση
5. χαιρεκακία, χαιρέκακη ευχαρίστηση («ἐπί τοῑς τῶν φίλων κακοῑς ἡδοναῑς», Πλάτ.)
6. πράγμα στο οποίο βρίσκει κάποιος ευχαρίστηση, απόλαυση («φέρω γὰρ ἡδονάς καὶ ἀνάπαυλαν», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηδονή — η 1. συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση επιθυμιών και ορμών: Παραλύω από ηδονή. – Ρίγη ηδονής. – Επιρρεπής στις ηδονές. 2. ευχαρίστηση πνευματική, εσωτερική ικανοποίηση: Αισθάνομαι ηδονή όταν ακούω μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡδονῇ — ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονή — ἡδονά enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονῆι — ἡδονῇ , ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονῇ , ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… …   Dictionary of Greek

  • ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… …   Dictionary of Greek

  • κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… …   Dictionary of Greek

  • ηδονοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας, ψηφο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”